φτερνοχτύπημα

φτερνοχτύπημα
το, -ατος
φτερνοκόπημα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φτερνοχτύπημα — το, Ν [φτερνοχτυπώ] χτύπημα με τις φτέρνες ή με τον πτερνιστήρα …   Dictionary of Greek

  • φτερνοκόπημα — και πτερνοκόπημα, το, Ν [φτερνοκοπώ / πτερνοκοπώ] φτερνοχτύπημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”